τριχοειδές

τριχοειδές
τριχοειδής
like a hair
masc/fem voc sg
τριχοειδής
like a hair
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • κοχία — Μονοετής πόα της οικογένειας των χηνοποδιωδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι Kochia scoparia. Συναντάται ημιαυτοφυής στην Κρήτη με την ονομασία νεροκυπάρισσο. Το ώριμο φυτό έχει ύψος 50 150 εκ. και φέρει πολλούς κλάδους που… …   Dictionary of Greek

  • μικροανευρυσμάτιο — το ιατρ. λεπτότατο ανεύρυσμα που εμφανίζεται σε τριχοειδές αγγείο …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • τριχοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τρίχα (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῑς σωλῆνες», Γαλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα τριχοειδή ανατ. λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν σημαντικά στοιχεία τής κυκλοφορίας τού αίματος και τής λέμφου, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • τριχοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που μοιάζει με τρίχα: Τριχοειδή αγγεία. 2. το ουδ. ως ουσ., τριχοειδές, το κεφάλαιο της μοριακής φυσικής που εξετάζει τα τριχοειδή φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”